- σταυροφανός
- -όν, Μ(το ουδ. στον υπερθ. ως επίρρ.) σταυροφανώτατονφανερώνοντας, προαναγγέλοντας ολοφάνερα τον σταυρό («Δαβίδ... περιεκτικώτατον και σταυροφανώτατον, συγκαλεῑται τὸ κήρυγμα», Ευλόγ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + φαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.